Το Ανώτατο Δικαστήριο, επικαλούμενο το άρθρο 30.2 του Συντάγματος που διασφαλίζει το δικαίωμα ενός κατηγορούμενου για διάγνωση της ποινικής ευθύνης εντός ευλόγου χρόνου απέρριψε αναθεωρητική έφεση κατά της ακύρωσης πρωτόδικα απόφασης του Συμβουλίου Εφέσεων της Αστυνομίας για εξαναγκασμό σε παραίτηση τριών αστυνομικών, οι οποίοι, μαζί με άλλους, είχαν καταδικαστεί το 2011 σε 12 μήνες φυλάκιση με τριετή αναστολή για το αδίκημα της πρόκλησης επίθεσης με πραγματική σωματική βλάβη δύο πολιτών το 2005.
«Η σοβαρότητα της συμπεριφοράς των εφεσιβλήτων, την οποία έχουν παραδεχθεί και για την οποία τους έχουν επιβληθεί ποινές από το Κακουργιοδικείο, δεν αμφισβητείται και τέτοια συμπεριφορά είναι καθόλα απαράδεκτη και προσβλητική πρώτα απ’ όλα για τους ίδιους τους εφεσίβλητους. Όμως για τους λόγους που έχουμε αναφέρει κρίνουμε ότι τελικά και συνολικά επηρεάζεται το δικαίωμα των εφεσιβλήτων που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και υπ’ αυτή την έννοια θα απορρίψουμε την έφεση», σημειώνει η απόφαση στην οποία καταλήγει το Ανώτατο σε πενταμελή σύνθεσή του, στις 25 Φεβρουαρίου, 2021.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται για το ιστορικό της υπόθεσης, «οι εφεσίβλητοι, κατά τις πρωινές ώρες στις 20.12.2005, μαζί με άλλους αστυνομικούς ανέκοψαν δύο πολίτες σε κεντρικό δρόμο της Λευκωσίας και τους κακοποίησαν με άγριο ξυλοδαρμό»
Αρχικά αθωώθηκαν αλλά στις 29.3.2010 το Ανώτατο Δικαστήριο παραμέρισε την εν λόγω αθωωτική απόφαση και διέταξε την επανεκδίκαση της υπόθεσης από το Κακουργιοδικείο με άλλη σύνθεση. «Στα πλαίσια της επανεκδίκασης, οι κατηγορούμενοι, περιλαμβανομένων των εφεσιβλήτων, παραδέχθηκαν και καταδικάστηκαν για το αδίκημα της πρόκλησης επίθεσης με πραγματική σωματική βλάβη. Στις 18.2.2011 τους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 12 μηνών με τριετή αναστολή».
Η Πειθαρχική Επιτροπή, η οποία είχε συσταθεί στην Αστυνομία με απόφαση της ημερ. 6.4.2011 επέβαλε εις έκαστον χρηματική ποινή που ισούται με απολαβές 8 ημερών. Αναφέρεται ότι ο Βοηθός Αρχηγός (Διοίκησης), «λόγω της σοβαρότητας των παραπτωμάτων, θεώρησε την επιβληθείσα ποινή ως έκδηλα ανεπαρκή και ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει ο Καν.28(2),11 στις 19.4.2011 εφεσίβαλε την επιβληθείσα ποινή ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων».
Το Συμβούλιο στις 3.8.2012 «έκρινε κατά πλειοψηφία, ότι οι ποινές που είχε επιβάλει η Επιτροπή ήταν ανεπαρκείς και
επέβαλε στους εφεσίβλητους την ποινή του εξαναγκασμού σε παραίτηση».
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αναφέρεται, αφού έλαβε υπόψιν το μεγάλο χρονικό διάστημα που διέρρευσε μέχρι την επιβολή των πειθαρχικών ποινών (σχεδόν 7 χρόνια), θεώρησε ότι υπήρξε υπέρβαση και κατάχρηση σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Έκρινε ότι η αναγνώριση των μετριαστικών παραγόντων από το Συμβούλιο Εφέσεων δεν ήταν ουσιαστική, εφόσον παρά τη συνδρομή τους, το Συμβούλιο επέβαλε τη δεύτερη αυστηρότερη από τις προβλεπόμενες ποινές, η οποία στην ουσία ισοδυναμεί με την πλέον αυστηρή, την απόλυση, με τη διαφοροποίηση να αφορά μόνο στα οικονομικά οφέλη.
Θεώρησε ακόμα, προστίθεται, ότι «ο χρόνος που διέρρευσε αναπόφευκτα έδωσε την ευκαιρία της επανεξέτασης των λανθασμένων ενεργειών τους, ώστε να μην επαναλάβουν τέτοιου είδους συμπεριφορά».
Υπό την ίδια έννοια θεώρησε ότι «η γενικότερη διάσταση που έλαβε η υπόθεση από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι διαδικασίες που ακολούθησαν ήταν από μόνα τους καταλυτικά στοιχεία που θα έπρεπε να μετρήσουν υπέρ των εφεσιβλήτων. Οι μετριαστικοί παράγοντες παραγνωρίστηκαν και η αναγκαία εξατομίκευση δεν λειτούργησε επαρκώς». Κατέληξε ότι «το Συμβούλιο Εφέσεων άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια με τέτοια αυστηρότητα που εύλογα θεωρείται ότι προέβη σε κακή εκτίμηση των όλων συνθηκών ώστε να υπάρχει κακή χρήση και υπέρβαση των ακραίων ορίων».
Σύμφωνα με το Ανώτατο Δικαστήριο, «εάν ήταν να κριθεί η επίδικη πράξη κατ’ απομόνωση, με αναφορά στον χρόνο επιβολής της πειθαρχικής ποινής και μόνο και χωρίς να υπεισέλθει ο παράγοντας χρόνος υπό την ευρύτερη του διάσταση, κάτω από το πρίσμα του εύλογου χρόνου του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του άρθρου 6.1 της ΕΣΔΑ, θα μπορούσε να λεχθεί πως το γεγονός ότι το Συμβούλιο επέλεξε να επιβάλει τη δεύτερη αυστηρότερη από τις προβλεπόμενες ποινές δεν μπορούσε να εκληφθεί, αφ’ εαυτού, όπως το πρωτόδικο δικαστήριο το εξέλαβε, ότι παραγνωρίστηκαν οι μετριαστικοί παράγοντες».
Οι μετριαστικοί παράγοντες ήταν ενώπιον του Συμβουλίου και ήταν δεδομένοι.
Εν προκειμένω, σημειώνεται, «όπως σημείωσε το πρωτόδικο δικαστήριο η ποινή του εξαναγκασμού σε παραίτηση θα είχε μεν ως πρακτικό αποτέλεσμα, όπως και η σοβαρότερη ποινή της απόλυσης, την εκδίωξη των εφεσίβλητων από το Αστυνομικό Σώμα, χωρίς όμως επηρεασμό τους ως προς τα οικονομικά τους οφέλη».
Το Συμβούλιο, αναφέρεται, «προχώρησε στην επιβολή αυστηρής ποινής έχοντας μεν υπόψιν τους ελαφρυντικούς παράγοντες, αλλά δίδοντας πρωταρχική σημασία στην υποχρέωση του να διασφαλίσει την κατίσχυση της νομιμότητας και την επιβολή της πειθαρχίας σε ένα εξ ορισμού νομιμόφρων και πειθαρχημένο Σώμα».
Όμως, προστίθεται, «οι όλως ιδιαίτερες περιστάσεις υπό τις οποίες εξελίχθηκε το βεβαρημένο ιστορικό της υπόθεσης στο σύνολο της, με τις δικαστικές ανατροπές, οδήγησαν τα πράγματα στο να κρίνεται τελεσίδικα σήμερα, το Φεβρουάριο του 2021, μια οπωσδήποτε απαράδεκτη συμπεριφορά των εφεσιβλήτων, η οποία όμως έλαβε χώραν το Δεκέμβριο του 2005. Δεκαπέντε και πλέον χρόνια μετά. Στο μεταξύ οι εφεσίβλητοι έχουν τιμωρηθεί ποινικά».
«Το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, ταυτόσημο με το άρθρο 6.1 της ΕΣΔΑ, διασφαλίζει το δικαίωμα ενός κατηγορούμενου για διάγνωση της ποινικής ευθύνης εντός ευλόγου χρόνου. Η παραβίαση του δικαιώματος μπορεί να οδηγήσει, ανάλογα πάντα με τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης και με βάση τα κριτήρια που νομολογιακά έχουν διαμορφωθεί ακόμα και σε ακυρότητα της δίκης, εάν ως εκ της καθυστέρησης προκύπτει επηρεασμός του δικαιώματος της δίκαιης δίκης», αναφέρεται.
Ο προφανής σκοπός του Άρθρου 30.2 είναι η προστασία του κατηγορούμενου από υπερβολικές καθυστερήσεις, εφόσον, μεταξύ άλλων, δεν είναι δυνατόν ένας κατηγορούμενος να τελεί σε μακροχρόνια κατάσταση αβεβαιότητας για τη διάγνωση της ποινικής του ευθύνης, όπως υποδείχθηκε στην Καψού (ανωτέρω). Στην υπόθεση Α.Η. Δικηγόρος (2004) 1 ΑΑΔ 254, με αναφορά σε νομολογία του ΕΔΔΑ τονίστηκε η σημασία της απονομής της δικαιοσύνης χωρίς καθυστέρηση τέτοια που να θέτει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία της.
Εν προκειμένω, στο τελικό αυτό στάδιο, επισημαίνεται, «δεν υπεισέρχονται βέβαια άλλοι αρνητικοί παράγοντες που συνήθως ακολουθούν την καθυστέρηση σε μια ποινική δίκη, όπως η απώλεια ή ο επηρεασμός της ποιότητας της μαρτυρίας, όμως παραμένει ως αντικειμενικό γεγονός η ιδιαιτέρως μακρά καθυστέρηση και η συνεπακόλουθη ιδιαιτέρως μακροχρόνια κατάσταση αβεβαιότητας ως στοιχείο που οδηγεί τελικά σε καταπιεστική (oppressive) μεταχείριση του κατηγορούμενου και ανατροπή της έννοιας της δίκαιης δίκης».
Πηγή : ΚΥΠΕ